- παρενθέσεων
- παρενθέσεω̆ν , παρένθεσιςputting in besidefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
αγκύλες — Τυπογραφικά στοιχεία [ ] που χρησιμοποιούνται στην έκδοση κειμένων αντί των παρενθέσεων, συνήθως όταν υπάρχουν ήδη τα προαναφερθέντα σημεία στίξης. Οι προσθήκες τοποθετούνται σε οξυγώνιες α. < >. Στη βιβλιογράφηση των εντύπων, οι ορθογώνιες … Dictionary of Greek